- λιπαρότης
- λῐπᾰρ-ότης, ητος, ἡ,A fattiness,
ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA522a21
, cf. PA652a29: in pl., fatty substances, Hp.Prog.12.II brilliancy,ὀμμάτων Plu.2.670f
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA522a21
, cf. PA652a29: in pl., fatty substances, Hp.Prog.12.ὀμμάτων Plu.2.670f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπαρότης — fattiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — λιπαρότης fattiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητας — λιπαρότης fattiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητες — λιπαρότης fattiness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητι — λιπαρότης fattiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητος — λιπαρότης fattiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες … Dictionary of Greek